25.3.06

Φωτεινή, φωτεινοί


Προσπαθώ να μαντέψω τους ανθρώπους πίσω από τα πάμφωτα μπαλκόνια. Ποιοι άναψαν τις πολυκατοικίες σαν κεράκια δεήσεως, σαν φαναράκια χαρμόσυνα, σαν μικρούτσικες ελπίδες; Ποιοι στέκονται πίσω απ’ τις κουρτίνες ήρεμοι και βλέπουν έξω;

Ανθρωποι του μόχθου, μικροαστοί, μετανάστες, υπό κρίσιν στελέχη, δάσκαλοι και λογιστές, νοικοκυρές και μαθητές, άνθρωποι σαν όλους μας· γκρίζοι, σχεδόν αόρατοι στον δημόσιο χώρο, φωτεινοί, χρωματιστοί στο ιδιωτικό μικροπεδίο.

Σε ένα δυάρι της Κυψέλης, η Ιρίνα γεμίζει την κούτα για τον δεκατετράχρονο Αλέξη στην Τιφλίδα· τον έχει σε ολοήμερο μουσικό γυμνάσιο, τρελαίνεται για κιθάρα και τραγούδι, του στέλνει ένα ολοκαίνουργιο Playstation Portable και ποπ CD από τους Νιγηριανούς. O μικρός τής στέλνει μηνύματα στο κινητό, ανάκατα ελληνικά και γεωργιανά με λατινικούς χαρακτήρες. Η μάνα του από τη μια αλαφιάζεται κάθε που ακούει τον ήχο του SMS, κι από την άλλη μουρμουράει κατάρες για το αφεντικό της που δεν την έχει πληρώσει ακόμη και της αρνείται κανονικό δώρο.

Στα Κάτω Πατήσια, η Αλέξάνδρα ετοιμάζει σιωπηλά, χωρίς κουδουνίσματα SMS, το δέμα για τους γονείς της στο Ιάσιο. Δεν την περιμένει κανείς, εκεί. Δεν την έχει προσκαλέσει κανείς, εδώ. Ούτε αγαπητικός ούτε φίλη. Σκέφτεται πόσα ένσημα χρειάζεται ακόμη για να πάρει άδεια παραμονής. Δεν θέλει να ξαναγυρίσει, ακόμη κι αν είχε τα λεφτά για ν’ ανοίξει DVD κλαμπ. Η φίλη της η Ζέτα συντρόφεψε μ’ έναν Ελληνα, το αφεντικό της στο μαγαζί που καθαρίζει. Εχει και το παιδί στην πατρίδα της. Είναι καλύτερα; Η Λουντμίλα γύρισε στη Μαριούπολη, παίζει στρατιωτάκια με τον Νικολάι της, ακουγόταν γαλήνια στο τηλέφωνο. Είναι καλύτερα.

Πέρα από τις όχθες της Συγγρού, οι πολυκατοικίες αναβοσβήνουν παρηγορητικά. Οι διαβάτες βιάζονται να τρυπώσουν σ’ ένα σπιτικό, με παντόφλες. Σε μια γωνία έφηβοι με κουκούλες και χνουδωτά μάγουλα χαιρετιούνται με θέρμη, αναγνωρίζονται με τελετουργικές χειραψίες. Χωρίζουν σοβαροί.

Σ’ ένα εργένικο διαμέρισμα, πλάι σε εκκλησία (στον Αγιο Μελέτιο; στην Αγία Φωτεινή; στην Αγία Βαρβάρα;) οι ανέμελοι εραστές σμίγουν τη γλύκα τους και χωράνε στην αγάπη τους τον κόσμο. Μπορεί να βρέχει, σαν κατακλυσμός. Είναι νέοι. Είναι αρχαίοι. Δεν τους περνά καν απ’ τον νου ότι χρόνια πολλά αργότερα μπορεί να μιλούν για τα παιδιά τους πίνοντας malt ουίσκι – αυτά τους ενώνουν.

Στο παγωμένο πάρκινγκ ένα ζευγάρι μεσήλικων δεν αντέχει να ξεκολλήσει απ’ το αγκάλιασμα. Μυρίζονται βαθιά σαν σκύλοι, τινάζουν τη σκόνη του χρόνου. Συμψηφίζουν απώλειες, ανακεφαλαιώνουν δεκαετίες. Τα αλάρμ πάλλονται.

Ο Χρήστος τηλεφωνεί από την παγωμένη Δράμα, ευαίσθητος, αλαφροΐσκιωτος, παραπονιέται για το «να σε χαίρεσαι» στον τηλεφωνητή. Εχει δίκιο; Η ψυχαναλυτική εκπαίδευση παραφούσκωσε το εγώ μας, μας έκανε και λίγο τομάρια, πού είναι το εμείς; Μάλλον έχει δίκιο.

Ανήμερα στους κουμπάρους, στον Νέο Κόσμο. Φίλοι, βαφτιστήρια, παιδόπουλα, εξομολογήσεις ελλειπτικές, πυκνές, ζεστασιά τυλίγει τις καρδιές. Τα φώτα ανάβουν μέσα.

Να θυμηθώ: πριν από το γύρισμα του χρόνου, στις ελάχιστες ημέρες σχόλης, να ανταμώσω τον Αντώνη, τον Νίκο, τον Σταύρο. (Η μάνα· όσο μεγαλώνεις, τη νοιάζεσαι περισσότερο, δεν την έχεις πια.)

Στο μπακάλικο με τα ανατολικά, ένας χίππυ σικ μάς συστήνει την καλύτερη μαύρη μπίρα απ’ την Πολωνία. Ενας μονάχος του, στη χαραμάδα απ’ τις βαριές κουρτίνες του ξενοδοχείου, ανάβει τσιγάρο. Το δωμάτιο είναι ποτισμένο από τον έρωτα περαστικών ανθρώπων· αν αφουγκραστείς ακούς στεναγμούς, το poltergeist της λαγνείας. Βλέπει τη λεωφόρο, μονάχους και ζευγαρωμένους να βηματίζουν τυλιγμένοι σε παλτά, να σέρνουν δώρα, τεράστιες σακούλες ελαφριές, θα ’χουν παιχνίδια. Το σούρουπο δεν κρατάει πολύ, οι φωτεινές γιρλάντες κρύβουν σιγά σιγά τις τελευταίες φιγούρες. Ολοι τυλίγονται σ’ ένα σπιτικό. Ακούγονται ήδη κεράσματα, ακούγονται φιλιά, τραντάζουν γέλια. Τα αυτοκίνητα είναι πιο φωτεινά απόψε, συναγωνίζονται τα μπαλκόνια. Ενας ξεχασμένος με λυμένη γραβάτα, ανασκουμπωμένος, βάζει σε νάρκη τον υπολογιστή, αναζητεί το παλτό και τις σακούλες δώρων. Ρουφάει λαίμαργα τον καπνό στο αγιάζι της λεωφόρου, κοιτάει αφηρημένα τα κλειδιά, δεν εστιάζει, δεν βλέπει. Σηκώνει το βλέμμα του, αντικρίζει πιο ψηλά, στη χαραμάδα της κουρτίνας, μια κάφτρα, έναν σαν κι αυτόν. Στέκεται. Υστερα πετάει το τσιγάρο και κατηφορίζει.
Απόψε κανείς δεν είναι μόνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: