25.3.06

Η πρωτοπορία τραγουδιέται με φωνή λαϊκή



Θυμάμαι ακόμη πώς ένιωσα όταν πρωτάκουσα τον «Βραχνό Προφήτη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου: ήμουν ο έφηβος σαν άκουγε τη «Μαύρη Θάλασσα» του Σαββόπουλου, το 1973. Απ’ τα ηχεία χυνόταν ηλεκτρισμός και Ανατολή, τζαζ και δημοτικά, κλάμα και γέλιο, ζωή ακαταμάχητη, χυνόταν το σήμερα και χυνόταν Ελλάδα: ασυνάρτητη και παρά ταύτα ποθητή. Οπως τότε.

Ακολούθησα τον Παπακωνσταντίνου στους δρόμους του, στην αναλόγως συνταρακτική «Αγρύπνια» και στην ολοκλήρωση του λάιβ με τους Λαϊκεδέλικα. Στα τραγούδια του, στην ποίησή του, στη στάση του, αναγνώριζα έναν άνθρωπο της γενιάς μου, άφθαρτο και χωμάτινο, έναν συνοδοιπόρο, σχεδόν έναν φίλο.

Το περασμένο καλοκαίρι τον κουβαλούσα στο iPod, συντροφιά σε δειλινά Κυκλάδων. Μου αποκαλύφθηκε για δεύτερη φορά, παράφωνος και θερμός, ευάλωτος και ειλικρινής. Οι μουσικές και οι στίχοι από τον Κάμπο έσμιγαν τόσο ταιριαστά με τα μενεξελιά του Αιγαίου, με τους καλαμιώνες, επέπλεαν μες στου τουρισμού την ανοχή, ανθεκτικές ανεμώνες. Ηταν γράμματα και σήματα, για το οικείο φτερούγισμα του θανάτου, για το φωτεινό άγγιγμα της αγάπης, για τη ζωή που κυλάει πυθία και είρων. Ηταν τραγούδια από τη Μέσα Ελλάδα, όπως τη μιλάει ο Λορεντζάτος στου Τιμονιού τ’ Αυλάκι.

Εχει αυτό το χάρισμα ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου: να τον νιώθεις δικό σου, να σε αφορά. Σε συγκινεί και σε συνεγείρει: ακούς σωματικά κι ακούς με την ψυχή, τα σκέφτεσαι, τα κουβαλάς τα τραγούδια του: τα επωάζεις κι ωριμάζουν. Και καθώς προχωρά, τον ακούς όλο και πιο αμφιβάλλοντα και γυμνό, να ανακατεύει ήχους και ακούσματα, να εξαπολύει δημώδεις φωνές και στίχους του Πεσσόα, λαϊκούς θρήνους και στίχους του Καρούζου, να αφουγκράζεται την ασυναρτησία του παρόντος και να τη μετουσιώνει σε υπαρξιακή κατάδυση, σε παρηγοριά. Να διαλύει τη φόρμα του τραγουδιού – αυτός ο τραγουδοποιός…

Στον τελευταίο δίσκο του, έφτασε στα όρια της αφήγησης και τα διάβηκε. «Η βροχή από κάτω» πάει πέραν του τραγουδιού, σπάει τις φόρμες και τις συμβάσεις, μα χωρίς την πόζα μιας άκοπης πρωτοπορίας. Στον δίσκο ακούγονται ψίθυροι, μουρμουρητά, ανάσες, σπαράγματα δημοτικών, γέλια, βαρυγκόμιες και ραδιοπαράσιτα, ο ποιητής Καρούζος να δοκιμάζει τη φωνή του για ν’ απαγγείλει, αυτοσχεδιασμοί, τραγουδίσματα... Φέρει χαραγμένο το μεταίχμιο του καιρού μας, μα χωρίς λύσεις, χωρίς ρητορεία: είναι μια υπαρξιακή προσευχή, ψηλάφηση θανάτου και φιλί ζωής. Κι όλα τα σκέπει η αγάπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: