25.3.06

Φωτεινή, φωτεινοί


Προσπαθώ να μαντέψω τους ανθρώπους πίσω από τα πάμφωτα μπαλκόνια. Ποιοι άναψαν τις πολυκατοικίες σαν κεράκια δεήσεως, σαν φαναράκια χαρμόσυνα, σαν μικρούτσικες ελπίδες; Ποιοι στέκονται πίσω απ’ τις κουρτίνες ήρεμοι και βλέπουν έξω;

Ανθρωποι του μόχθου, μικροαστοί, μετανάστες, υπό κρίσιν στελέχη, δάσκαλοι και λογιστές, νοικοκυρές και μαθητές, άνθρωποι σαν όλους μας· γκρίζοι, σχεδόν αόρατοι στον δημόσιο χώρο, φωτεινοί, χρωματιστοί στο ιδιωτικό μικροπεδίο.

Σε ένα δυάρι της Κυψέλης, η Ιρίνα γεμίζει την κούτα για τον δεκατετράχρονο Αλέξη στην Τιφλίδα· τον έχει σε ολοήμερο μουσικό γυμνάσιο, τρελαίνεται για κιθάρα και τραγούδι, του στέλνει ένα ολοκαίνουργιο Playstation Portable και ποπ CD από τους Νιγηριανούς. O μικρός τής στέλνει μηνύματα στο κινητό, ανάκατα ελληνικά και γεωργιανά με λατινικούς χαρακτήρες. Η μάνα του από τη μια αλαφιάζεται κάθε που ακούει τον ήχο του SMS, κι από την άλλη μουρμουράει κατάρες για το αφεντικό της που δεν την έχει πληρώσει ακόμη και της αρνείται κανονικό δώρο.

Στα Κάτω Πατήσια, η Αλέξάνδρα ετοιμάζει σιωπηλά, χωρίς κουδουνίσματα SMS, το δέμα για τους γονείς της στο Ιάσιο. Δεν την περιμένει κανείς, εκεί. Δεν την έχει προσκαλέσει κανείς, εδώ. Ούτε αγαπητικός ούτε φίλη. Σκέφτεται πόσα ένσημα χρειάζεται ακόμη για να πάρει άδεια παραμονής. Δεν θέλει να ξαναγυρίσει, ακόμη κι αν είχε τα λεφτά για ν’ ανοίξει DVD κλαμπ. Η φίλη της η Ζέτα συντρόφεψε μ’ έναν Ελληνα, το αφεντικό της στο μαγαζί που καθαρίζει. Εχει και το παιδί στην πατρίδα της. Είναι καλύτερα; Η Λουντμίλα γύρισε στη Μαριούπολη, παίζει στρατιωτάκια με τον Νικολάι της, ακουγόταν γαλήνια στο τηλέφωνο. Είναι καλύτερα.

Πέρα από τις όχθες της Συγγρού, οι πολυκατοικίες αναβοσβήνουν παρηγορητικά. Οι διαβάτες βιάζονται να τρυπώσουν σ’ ένα σπιτικό, με παντόφλες. Σε μια γωνία έφηβοι με κουκούλες και χνουδωτά μάγουλα χαιρετιούνται με θέρμη, αναγνωρίζονται με τελετουργικές χειραψίες. Χωρίζουν σοβαροί.

Σ’ ένα εργένικο διαμέρισμα, πλάι σε εκκλησία (στον Αγιο Μελέτιο; στην Αγία Φωτεινή; στην Αγία Βαρβάρα;) οι ανέμελοι εραστές σμίγουν τη γλύκα τους και χωράνε στην αγάπη τους τον κόσμο. Μπορεί να βρέχει, σαν κατακλυσμός. Είναι νέοι. Είναι αρχαίοι. Δεν τους περνά καν απ’ τον νου ότι χρόνια πολλά αργότερα μπορεί να μιλούν για τα παιδιά τους πίνοντας malt ουίσκι – αυτά τους ενώνουν.

Στο παγωμένο πάρκινγκ ένα ζευγάρι μεσήλικων δεν αντέχει να ξεκολλήσει απ’ το αγκάλιασμα. Μυρίζονται βαθιά σαν σκύλοι, τινάζουν τη σκόνη του χρόνου. Συμψηφίζουν απώλειες, ανακεφαλαιώνουν δεκαετίες. Τα αλάρμ πάλλονται.

Ο Χρήστος τηλεφωνεί από την παγωμένη Δράμα, ευαίσθητος, αλαφροΐσκιωτος, παραπονιέται για το «να σε χαίρεσαι» στον τηλεφωνητή. Εχει δίκιο; Η ψυχαναλυτική εκπαίδευση παραφούσκωσε το εγώ μας, μας έκανε και λίγο τομάρια, πού είναι το εμείς; Μάλλον έχει δίκιο.

Ανήμερα στους κουμπάρους, στον Νέο Κόσμο. Φίλοι, βαφτιστήρια, παιδόπουλα, εξομολογήσεις ελλειπτικές, πυκνές, ζεστασιά τυλίγει τις καρδιές. Τα φώτα ανάβουν μέσα.

Να θυμηθώ: πριν από το γύρισμα του χρόνου, στις ελάχιστες ημέρες σχόλης, να ανταμώσω τον Αντώνη, τον Νίκο, τον Σταύρο. (Η μάνα· όσο μεγαλώνεις, τη νοιάζεσαι περισσότερο, δεν την έχεις πια.)

Στο μπακάλικο με τα ανατολικά, ένας χίππυ σικ μάς συστήνει την καλύτερη μαύρη μπίρα απ’ την Πολωνία. Ενας μονάχος του, στη χαραμάδα απ’ τις βαριές κουρτίνες του ξενοδοχείου, ανάβει τσιγάρο. Το δωμάτιο είναι ποτισμένο από τον έρωτα περαστικών ανθρώπων· αν αφουγκραστείς ακούς στεναγμούς, το poltergeist της λαγνείας. Βλέπει τη λεωφόρο, μονάχους και ζευγαρωμένους να βηματίζουν τυλιγμένοι σε παλτά, να σέρνουν δώρα, τεράστιες σακούλες ελαφριές, θα ’χουν παιχνίδια. Το σούρουπο δεν κρατάει πολύ, οι φωτεινές γιρλάντες κρύβουν σιγά σιγά τις τελευταίες φιγούρες. Ολοι τυλίγονται σ’ ένα σπιτικό. Ακούγονται ήδη κεράσματα, ακούγονται φιλιά, τραντάζουν γέλια. Τα αυτοκίνητα είναι πιο φωτεινά απόψε, συναγωνίζονται τα μπαλκόνια. Ενας ξεχασμένος με λυμένη γραβάτα, ανασκουμπωμένος, βάζει σε νάρκη τον υπολογιστή, αναζητεί το παλτό και τις σακούλες δώρων. Ρουφάει λαίμαργα τον καπνό στο αγιάζι της λεωφόρου, κοιτάει αφηρημένα τα κλειδιά, δεν εστιάζει, δεν βλέπει. Σηκώνει το βλέμμα του, αντικρίζει πιο ψηλά, στη χαραμάδα της κουρτίνας, μια κάφτρα, έναν σαν κι αυτόν. Στέκεται. Υστερα πετάει το τσιγάρο και κατηφορίζει.
Απόψε κανείς δεν είναι μόνος.

Πάμφωτος έρως



Πριν από οκτώ χρόνια έγραφα για το «Ο ήλιος δύω» της Μαρίας Μήτσορα ότι ήταν το λιγότερο ναρκισσιστικό της βιβλίο, και ότι αυτή, κατεξοχήν, βάζει την ελληνική λογοτεχνία στην αγριάδα των μοντέρνων καιρών, με τον πιο τρυφερό και αψύ τρόπο. Το φετινό της μυθιστόρημα «Καλός καιρός/Μετακίνηση» έρχεται πάλι, σαν μελτέμι, να μας συντροφεύσει και να μας πάρει τα μυαλά.

Ο Αλκης. Διορθωτής κειμένων. Η Ελλη. Νοικοκυρά, παντρεμένη. Μένουν στην ίδια πολυκατοικία, στις υπώρειες του Λυκαβηττού. [Φαντάζομαι: Δαφνομήλη και Βουλγαροκτόνου.] Το τριμμένο φωτίζεται ήδη από το μαγικό φως της Μήτσορα. Η πρόζα της λαχανιάζει και φτερουγίζει, τραγουδά τη δύσκολη προσέγγιση, παραμιλάει τα παιδικά φαντάσματα, τις απώλειες, τις ουλές. Ιστορεί την ανθρώπινη συνθήκη του παρόντος.

Ο Αλκης και η Ελλη συναντιούνται στο παρκάκι, σμίγουν στη σκέψη τους, τρέφουν τον απόλυτο έρωτα μέσα σε μια Αθήνα που αιμορραγεί, παγώνει και αντηχεί τον πόλεμο. Η μικροσκοπική γειτονιά γίνεται μήτρα του κόσμου.

Πάντα υπάρχει Αθήνα και έρωτας στη Μήτσορα, μόνο που εδώ το παλαιό άλγος μετασχηματίζεται σε υπαρξιακό τάνυσμα, οι εραστές αγγίζουν τ’ αστέρια και τα όριά τους, αναμετριούνται με τους δαίμονες των μοναχικών ψυχών, και έπειτα συντήκονται μέσα σε φως κι αγάπη. Κι η πόλη τούς συντροφεύει πάμφωτη και συμπονετική.

«Η σχέση μας δεν μπορεί να είναι παρά μια ανεξήγητη κινητή γιορτή. Ελα τρέχοντας. Κινητή γιορτή να θυμάσαι. Είμαστε ένα. Μην το ξεχνάς. Σε περιμένω τρέμοντας. Ελλη».

Η Μαρία Μήτσορα φωτίζει τη χρονιά με το πιο θερμό, το πιο πυκνό ερωτογράφημα του καιρού μας. Σαν δημοτικό τραγούδι (εκδ. Πατάκης).

Η πρωτοπορία τραγουδιέται με φωνή λαϊκή



Θυμάμαι ακόμη πώς ένιωσα όταν πρωτάκουσα τον «Βραχνό Προφήτη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου: ήμουν ο έφηβος σαν άκουγε τη «Μαύρη Θάλασσα» του Σαββόπουλου, το 1973. Απ’ τα ηχεία χυνόταν ηλεκτρισμός και Ανατολή, τζαζ και δημοτικά, κλάμα και γέλιο, ζωή ακαταμάχητη, χυνόταν το σήμερα και χυνόταν Ελλάδα: ασυνάρτητη και παρά ταύτα ποθητή. Οπως τότε.

Ακολούθησα τον Παπακωνσταντίνου στους δρόμους του, στην αναλόγως συνταρακτική «Αγρύπνια» και στην ολοκλήρωση του λάιβ με τους Λαϊκεδέλικα. Στα τραγούδια του, στην ποίησή του, στη στάση του, αναγνώριζα έναν άνθρωπο της γενιάς μου, άφθαρτο και χωμάτινο, έναν συνοδοιπόρο, σχεδόν έναν φίλο.

Το περασμένο καλοκαίρι τον κουβαλούσα στο iPod, συντροφιά σε δειλινά Κυκλάδων. Μου αποκαλύφθηκε για δεύτερη φορά, παράφωνος και θερμός, ευάλωτος και ειλικρινής. Οι μουσικές και οι στίχοι από τον Κάμπο έσμιγαν τόσο ταιριαστά με τα μενεξελιά του Αιγαίου, με τους καλαμιώνες, επέπλεαν μες στου τουρισμού την ανοχή, ανθεκτικές ανεμώνες. Ηταν γράμματα και σήματα, για το οικείο φτερούγισμα του θανάτου, για το φωτεινό άγγιγμα της αγάπης, για τη ζωή που κυλάει πυθία και είρων. Ηταν τραγούδια από τη Μέσα Ελλάδα, όπως τη μιλάει ο Λορεντζάτος στου Τιμονιού τ’ Αυλάκι.

Εχει αυτό το χάρισμα ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου: να τον νιώθεις δικό σου, να σε αφορά. Σε συγκινεί και σε συνεγείρει: ακούς σωματικά κι ακούς με την ψυχή, τα σκέφτεσαι, τα κουβαλάς τα τραγούδια του: τα επωάζεις κι ωριμάζουν. Και καθώς προχωρά, τον ακούς όλο και πιο αμφιβάλλοντα και γυμνό, να ανακατεύει ήχους και ακούσματα, να εξαπολύει δημώδεις φωνές και στίχους του Πεσσόα, λαϊκούς θρήνους και στίχους του Καρούζου, να αφουγκράζεται την ασυναρτησία του παρόντος και να τη μετουσιώνει σε υπαρξιακή κατάδυση, σε παρηγοριά. Να διαλύει τη φόρμα του τραγουδιού – αυτός ο τραγουδοποιός…

Στον τελευταίο δίσκο του, έφτασε στα όρια της αφήγησης και τα διάβηκε. «Η βροχή από κάτω» πάει πέραν του τραγουδιού, σπάει τις φόρμες και τις συμβάσεις, μα χωρίς την πόζα μιας άκοπης πρωτοπορίας. Στον δίσκο ακούγονται ψίθυροι, μουρμουρητά, ανάσες, σπαράγματα δημοτικών, γέλια, βαρυγκόμιες και ραδιοπαράσιτα, ο ποιητής Καρούζος να δοκιμάζει τη φωνή του για ν’ απαγγείλει, αυτοσχεδιασμοί, τραγουδίσματα... Φέρει χαραγμένο το μεταίχμιο του καιρού μας, μα χωρίς λύσεις, χωρίς ρητορεία: είναι μια υπαρξιακή προσευχή, ψηλάφηση θανάτου και φιλί ζωής. Κι όλα τα σκέπει η αγάπη.

27.2.05

Σχεδόν ανθρώπινο || Ego dormio et cor meum vigilat*

* Κοιμούμαι μα η καρδιά μου ξαγρυπνά (approx.)


Καθημερινή, Κυριακή 27.02.05

Oσα χωρούν στην κυριακάτικη συνομιλία μας ακούγονται με ηχητικό φόντο «πειραγμένα» ρεμίξ των Μassive Attack εναλλάξ με την techno σούστα του Πορτοκάλογλου «Τι φταίει, τι φταίει/και η καρδιά μου κλαίει».

Τι χωράει; Oλα και τίποτε. Ολα: αν στρέψουμε το βλέμμα μας στα μίντια, αντικρίζουμε το μέλλον σαν σωρό ερειπίων. Δικαιοσύνη, εκκλησία, εκπαίδευση βυθίζονται στην κρίση, κρίση δομική, διαρκή, χωρίς ορατή διέξοδο. Ενα κράτος-καρτούν ανά ριπάς στο prime time. Ο πολίτης-θεατής παρακολουθεί το θέαμα της ερείπωσης θεσμών και δημόσιων χώρων, αργορουφώντας φρεντοτσίνο, σχεδόν απαθής. Σχεδόν... Διότι σποραδικά ρίγη τον διαπερνούν: ότι παρακολουθεί το θέαμα της δικής του ερείπωσης.

Οι εναλλακτικές του ούτως ειπείν πολιτικού θεάματος είναι το Fame Story –η βύθιση στα αχανή ρηχά του παρόντος. Είναι τα dvd του Taken, η φυγή στο υπερπέραν των υπερευφυών εξωγήινων, με υπερχάπιέντ. Είναι η καταφυγή στα shopping therapy, η εμμανής εμβάπτιση στο εφήμερο εμπόρευμα με τις κάρτες στα κόκκινα.

Ο δημόσιος βίος ορίζεται από εισαγγελείς-δημοσιογράφους, ρασπούτιν αρχιμανδρίτες και πλεϊμπόι πρωτοδίκες. Εδώ ας σταθώ: στους αναδυόμενους ανθρωπότυπους.

Στον τρυφηλό αρχιμανδρίτη με τον λειασμένο λόγο και τη θηλυπρεπή εκφορά, στις υστερικές του κρίσεις, στους ελιγμούς του ανάμεσα σε δικαστήρια, αστικές αποζημιώσεις, αρχιερείς και διαχείριση πιάστρων. (Eμβόλιμο τρακ: Φρανκ Ζάπα - We ’re only in it for the money). Με την ίδια μεθοδολογία, των πιάστρων, ο παραδειγματικός αρχιμανδρίτης διαχειρίζεται ψυχές γραϊδίων. Φοράει Ray Ban.
giosakis_small

Στέκομαι στην αστεία μα και απειλητική φάτσα του απόστρατου αστυνομικού, που προμηθεύει ασφάλεια, πληροφορίες, ροζ λεπτομέρειες και οπλικά συστήματα σε υποψήφιους θρονάρχες. Διασταύρωση Λουί ντε Φινές και Ηλία του 16ου; Σχεδόν.

Στέκομαι σε εικόνες δικαστών. Οι σιγουράτζες κουμπούρες της Νομικής δεν αρκούνται στον επίπεδο βίο του δημοσίου λειτουργού. Γουστάρουν πλούσια κι ελεύθερη ζωή. Σκάφη, καζίνα, σπιταρώνες. Σωρεύουν τα συντρίμμια της απληστίας, της απληστίας του φτωχοδιάβολου που δεν τον χωράει ο ρόλος του και το πετσί του.

Στέκομαι στον δημοσιογράφο που εισαγγελεύει. Αλλος είναι αμαθής φουκαράς, παραληρεί στα παράθυρα κραδαίνοτας κασέτες, εκτοξεύοντας αφρούς και λάσπες. Ημιπράκτωρ. (Tρακ: Φρανκ Ζάπα - Freak out). Αλλος είναι ραφινέ υπονομευτής, αρχάγγελος του κοινού νου, Ζορρό του λαουτζίκου, γλείφει και δαγκώνει κατά περίσταση, πνίγει και ξεφωνίζει· τις νύχτες που δεν μάχεται για την αλήθεια, χαριεντίζεται με αοιδούς και λουλουδούδες. Νονός. Τι κήπος...

Στέκομαι στον φέιμους δικηγόρο, τον πρωταγωνιστή των κίτρινων φυλλάδων, υπερασπιστή του πελάτου, μικρολασπολόγο και μεγαλοψεύτη, αγέρωχο οδηγό Καγιέν, διαρκή πρωταγωνιστή στο «Καλημέρα ζωή».

Οι ανθρωπότυποί μας συμφύρονται σε μαγαζιά δημιουργικής κουζίνας, σε μαθήματα γευσιγνωσίας, αγορές σίγουρων έργων τέχνης, ψηλοτάκουνες μπεμπέκες –στη Μεγάλη Φενάκη της πηχτής χυδαιότητας. Μα είναι τόσο οικεία και τόσο ποθητή αυτή η χυδαιότης... Οχι σχεδόν – απολύτως.

Κι απ’ την πλευρά των θεατών βλέπω κι εκεί παραπληρωματικούς ανθρωπότυπους: λάικες αλαλιασμένες απ’ τη στέρηση και την προσδοκία, νεολαουτζίκο λαχταρισμένο για χλιδή και θράσος, μεταπληβείους στεγνωμένους μες στην ανέφικτη επιθυμία για το πολύ, το λαρτζ, το άνετο, το χαλαρό, το αεράτο. Ο φθόνος τρέφει τους χαμένους.

Είναι οι ανθρωπότυποι και άνθρωποι; Μα ναι, αυτό κυρίως. Ο πυρήνας είναι ίδιος για όλους, οι απολήξεις και τα φανερώματα διαφορίζονται. Φροντίζουμε άλλωστε να μη χάσουμε από το βλέμμα μας και τους πάμπολλους «κανονικούς» ανθρώπους –σχεδόν... Αυτούς που τα πάθη τους δεν είναι τόσο εκσεσημασμένα ώστε να καταλήγουν σαν τα ανθρωπο-μικυμάους που δίνουν τον κυρίαρχο τόνο τώρα, την εποχή της κατεδάφισης. Είναι πολλοί μα σιωπηλοί, είναι μετριοπαθείς, μα δεν είναι η ώρα τους τώρα. Εικάζω, θέλω να πιστεύω...

Γιατί; Γιατί ο κλονισμός; η κατεδάφιση; ο σωρός των ερειπίων; Διότι τα οικοδομήματα είναι σαθρά. Επί των ερειπίων πάντα ελπίζεις ότι θα χτιστεί κάτι πιο στέρεο –για όσο... Και διότι η ερείπωση, ακόμη και υπό τους μικυμάους όρους που τελείται, δείχνει πάλι και ξανά την πηγή της: τη διαρκή ανελέητη πάλη για την εξουσία και τον πλούτο. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Τόσο απλό; Σχεδόν...

Mortar, combat!

Επιστροφή σ' ένα ξεχασμένο χαντάκι...

Ο ΛΗΣΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ



Ποιος είναι ο Απόστολος Βαβύλης; Μάλλον: Τι άνθρωπος είναι; Τον είπαν φαντομά, πράκτορα, σκοτεινό, πρεζέμπορο· η Αστυνομία επισήμως τον αναγνώρισε ως πληροφοριοδότη της· ο Τύπος παρακολουθεί τις πρωτεϊκές μεταμορφώσεις του, τις σχέσεις του με επισκόπους, μοναχούς και πατριάρχες, με αγιορείτες πνευματικούς, αλλά και με ανθρώπους ξένων μυστικών υπηρεσιών. Τι άνθρωπος είναι;

Νομίζω ότι η όποια απάντηση δεν περιέχεται τόσο στα μυθιστορήματα του Γκράχαμ Γκριν ή του Τζον λε Καρέ όσο στους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι. Σε τούτη την εκτίμηση με οδηγεί ο λόγος, το discours του ίδιου του Βαβύλη, όπως φανερώθηκε σε δύο μακροσκελείς επιστολές του: τον Δεκέμβριο 2001 προς τον Ιεροσολύμων Ειρηναίο και τον Φεβρουάριο 2004 προς τον Μαζικών Μέσων Μάκη.

Ο λόγος του Βαβύλη, συνοπτικά, είναι παραληρηματικός. Αυτό όμως είναι και το ενδιαφέρον του. Στην προς Μάκη επιστολή, την πιο δραματική επί της ουσίας, προσπαθεί να συνθέσει μια πειστική εξήγηση για τις διώξεις εναντίον του, αφήνοντας κρίσιμα κενά. Τα λογικά κενά ωστόσο καταλήγουν δευτερεύοντα, διότι αυτό που κυριαρχεί είναι το ύφος, ο τόνος, η αγωνία που αποπνέουν τα λεγόμενα. Ο Βαβύλης ορίζει ένα άκρως δραματικό πλαίσιο για τον λόγο του, μιλώντας ως ετοιμοθάνατος («βρίσκομαι στο τέλος μιας ζωής γεμάτης πόνο, αίμα, δάκρυ, ταλαιπωρία, αδικία και διωγμό») διαλέγοντας να απολογηθεί ενώπιον της θείας και όχι της ανθρώπινης δικαιοσύνης: «Για όνομα του Θεού, επιτέλους, πώς να εμφανιστώ ενώπιον της Δικαιοσύνης με εμπιστοσύνη ότι θα αποδοθεί το δίκιο και θα λάμψει η αλήθεια; Αφιέρωσα πλέον, για όσο χρόνο μου απομένει, τον ταλαίπωρο και μελλοθάνατο Απόστολο στον Χριστό που είναι η μοναδική ελπίδα όλων των καταδιωκομένων, όλων των απελπισμένων, όλων των αθώων που συκοφαντούνται...».

Δεν υποστηρίζω ότι όλα τα γραφόμενα Βαβύλη είναι αληθή. Δεν μπορώ να ξέρω. Διαισθάνομαι εντούτοις ότι σε λόγια σαν τα παραπάνω, ακόμη και αν σκηνοθετεί τη μοιραία ασθένεια, ακόμη και αν το μελό συχνά υπερισχύει του δράματος, ακόμη κι έτσι, υπάρχει μια δόση γνήσιου σπαραγμού, φανερώνεται μια υπαρξιακή ρωγμή. Ακόμη και μέσα από την «παπαδίστικη», λειασμένη ρητορική του, μέσα από τη διαδοχή συγκαλυμμένων απειλών, ικεσιών, δακρύων, εκβιασμών, αυτοοικτιρμού και κομπασμού για τα χαρίσματά του, ο Απόστολος-Φωκάς-Ραφαήλ αποκαλύπτεται ως δαιμονικός ηττημένος, ένας looser που προδίδεται από όσους υπηρέτησε. Αυτή την ήττα την κατανοεί, αλλά δεν την αντέχει.

Μόνη καταφυγή του, η υπερβατική δικαιοσύνη. Ο Βαβύλης βιώνει την ομηρεία της 15ετούς αναστολής, το στύψιμο από τους δεσπότες και αφεντάδες του, το «κάψιμό» του ως πράκτορα, όλα αυτά τα βιώνει σαν σταύρωση. Τα έχει χάσει όλα, τιμή, οικογένεια, κανονική ζωή, υγεία (υποστηρίζει). Είναι ο τελώνης, ο πόρνος, ο ληστής. Ε, λοιπόν είναι ο εκλεκτός, ο μακάριος: Στην άλλη άκρη της σκοτεινής σήραγγας των μαρτυρίων, τον περιμένει το φως: «Σ’ Εκείνον προσβλέπω, στο φως του προσώπου του, στην αλήθεια και την ελπίδα του δικού του μαρτυρίου... Είμαι ήρεμος γιατί επιτέλους θα συναντήσω την αιώνια χαρά, την αιώνια δικαιοσύνη...». Ο δαιμονισμένος Βαβύλης, ο χαρισματικά κακός, μετά 17 χρόνια διωγμών, στον πυθμένα της ολοσχερούς ήττας, στας δυσμάς του βίου του (όπως υποστηρίζει), έχοντας κλάψει κάτω από το πετραχήλι εξομολόγων και επισκόπων, αναδύεται ως ο ληστής επί του σταυρού...

Δεν ξέρω αν η επαφή του με ασφαλίτες και πράκτορες τού προσπόρισε πνευματική ωφέλεια, οι επιστολές του όμως δείχνουν ότι η συναναστροφή του με την εκκλησία τον οδήγησε να βρει έναν ρόλο, τον τελευταίο και ανακουφιστικό, και να επικαλείται την επί του Ορους Ομιλία καθώς εκλιπαρεί-και-απειλεί τον πατριάρχη. Ο ληστής είναι πέραν της ανθρώπινης δικαιοσύνης: «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών...».

Δεν θέλω να δικαιώσω τον Βαβύλη ούτε να τον δικάσω. Καθώς διάβαζα όμως τις εκδραματίσεις των επιστολών του, θέλησα να τον καταλάβω - λίγο, όσο... Στον δαιμονικό μετεωρισμό του άκουσα τους δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι, είδα τη φόνισσα Φραγκογιαννού «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Είδα τον ελευθέρως βουλόμενο, τον εκουσίως πονηρό, τον ακουσίως και ολοσχερώς ηττημένο. Είδα έναν άνθρωπο.

27.6.04

Μετακόμιση

Το τέμπελικο αυτό μπλογκ μετακομίζει, μάλλον (!) στη διέυθυνση: www.helmug.gr/~nikoxy/Log

Δοκιμάστε το!